Πιτσά
Το Πιτσά Κορινθίας θα το βρεις περίπου στη μέση ανάμεσα σε Ξυλόκαστρο και Δερβένι, σε ένα σημείο που βρέχεται από τα νερά του Κορινθιακού κόλπου. Το χωριό απαρτίζεται από δύο οικισμούς, αυτούς του Πιτσά και του Άνω Πιτσά, αντίστοιχα. Όπως και πολλά άλλα μέρη της περιοχής μας, έτσι κι αυτό, διαθέτει μεγάλη ιστορία που εκτείνεται πολλούς αιώνες πίσω.
Ο τόπος όμως, έχει μια ιδιαιτερότητα. Πέρα από την ιστορία, φέρει μαζί του αρώματα των τεχνών και πιο συγκεκριμένα, της ζωγραφικής και του χορού. Είναι το μέρος, στο οποίο γεννήθηκε η μουσική, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ενώ παράλληλα αποτελεί το σημείο στο οποίο βρέθηκαν σημαντικοί πίνακες, μοναδικής ομορφιάς και αξίας. Χρώματα λαμπερά και απεικονίσεις από συνήθειες μιας άλλης εποχής τροφοδοτούν τις αρχαιολογικές έρευνες και γεμίζουν τη φαντασία μας, σχετικά με το πώς ζούσαν οι προπάτορές μας.
Το πρώτο που θα κάνεις αν βρεθείς στο Κάτω Πιτσά, είναι να στρέψεις το κεφάλι σου προς τη θάλασσα και να ανασάνεις βαθιά, ώστε να γευτείς όλη την αίσθηση φρεσκάδας κι ελευθερίας που σου προσφέρει. Ενώ από την άλλη, το Πιτσαδαίικο βουνό (όρος Χελιδορέα) θα σου προσφέρει «την απόλυτη θέα», τόσο από τα ξωκκλήσια του, όσο και από άλλες πλευρές του.
Τι γνωρίζουμε για την ονομασία «Πιτσά»;
Σύμφωνα με την εκδοχή της πολιτισμολόγου Σωτηρίας Δημοπούλου, το Πιτσά ενδεχομένως να πήρε την ονομασία του από τη δωρική λέξη πέτσα (πέτρα) που συνάδει με το πετρώδες έδαφος και την ύπαρξη αρχαίου λατομείου στον τόπο. Άλλη εκδοχή θέλει το Πιτσά να προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη pike (υποκοριστικό του pikeze) που σημαίνει κορυφή. Είναι σαφές ότι και οι δύο αυτές εκδοχές αναφέρονται μόνο στον ορεινό οικισμό του χωριού.
Άλλη εκδοχή συνδέει το Πιτσά με το «Πιτσάρι», αλβανόφωνο χωριό της Β. Ηπείρου. Σύμφωνα με αυτήν, από αυτό το χωριό έφυγαν κάποια στιγμή ορισμένοι κάτοικοι (κατά την παράδοση, ύστερα από επιδημία χολέρας) κι έφτασαν εδώ. Ωστόσο, αν ίσχυε αυτό, οι κάτοικοι θα έπρεπε να αποκαλούνταν «Πιτσαίοι» κι όχι «Πιτσαδαίοι», όπως τους λέμε σήμερα.
Κι έτσι, οδηγούμαστε σε μια τελευταία υπόθεση σε σχέση με την προέλευση της ονομασίας του Πιτσά, που θέλει το χωριό να φέρει όνομα κατοίκου (Πιτσάς), ο οποίος πρωτοεγκαταστάθηκε στο μέρος.
Η αρχαία ιστορία, η Γονόεσσα κι ο μυκηναϊκός πολιτισμός
Οι Πιτσαδαίοι ήταν γηγενείς. Πρόκειται για ένα γεγονός που αποδεικνύουν τόσο τα ίχνη που βρέθηκαν στον τόπο από τη λίθινη εποχή, όσο και οι αναφορές του Ομήρου στην πόλη Γονόεσσα (Άνω Πιτσά, Άνω Λουτρό), η οποία έλαβε μέρος στον τρωικό πόλεμο, στηρίζοντας τον Αγαμέμνονα.
Ενδεχομένως, ο μυκηναϊκός οικισμός που ανακαλύφθηκε πρόσφατα να είναι, σύμφωνα με τη Σωτηρία Δημοπούλου, και η ομηρική πόλη «Αιγιαλός» που έλαβε κι αυτή μέρος στον τρωικό πόλεμο, όπως προκύπτει από την Ιλιάδα. Αν αναλογιστούμε δε, ότι μέχρι πρόσφατα οι ντόπιοι ανέφεραν το Πιτσά ως «Γιαλό», μάλλον η ιστορική αυτή πιθανότητα ενισχύεται ακόμη περισσότερο.
Ο κ. Θανάσης Νούλας από την άλλη, αναφέρει στο βιβλίο του «Καμάρι» ότι αν και πολλοί ιστορικοί αναζήτησαν την αρχαία πόλη της Δονούσας στην κορυφή του βουνού της Παναγίας ή στο Άνω Πιτσά, από τις ανασκαφές που έγιναν στη θέση «ταράτσες», προέκυψε ότι η θέση της Δονούσας συμπίπτει με το σημερινό Καμάρι Κορινθίας.
Το Σπήλαιο & οι πίνακες του Πιτσά - Κι όμως, οι νεράιδες ζουν…
Από στόμα σε στόμα κι από τις γιαγιάδες στα εγγόνια ταξίδευε ένα παραμύθι. Πρόκειται για μια παράδοση που ανέφερε την ύπαρξη μιας «νεραϊδοσπηλιάς» στο Πιτσαδαίικο βουνό. Μπορεί, λοιπόν, για αιώνες ολόκληρους το παραμύθι να έμεινε ζωντανό, ωστόσο, κανείς δεν περίμενε τι μπορεί να σήμαινε πραγματικά. Μέχρι που το έτος 1934, ένας βοσκός ανακάλυψε μια δύσβατη σπηλιά που σήμερα αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ευρήματα για τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Ο λόγος φυσικά για το Σπήλαιο του Πιτσά ή αλλιώς, «η Σπηλιά του Σιαφτουλή», όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι, που έφερε στο φως τους πασίγνωστους «πίνακες του Πιτσά». Οι Πίνακες του Πιτσά χρονολογούνται στο 540- 530 π.Χ. και είναι τέσσερις σε αριθμό.
Οι δύο σώζονται ολόκληροι και απεικονίζουν σκηνή θυσίας και χορού, αντίστοιχα, ενώ οι δύο άλλοι αποτελούν θραύσματα Πινάκων. Οι πίνακες αυτοί ανέτρεψαν την ιστορία της τέχνης, θεωρούνται ως οι παλαιότεροι στον δυτικό πολισμό και σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο. Τα υπόλοιπα ευρήματα της σπηλιάς βρίσκονται στο Μουσείο Σικυώνας, στο Βασιλικό.
Η νεότερη ιστορία - Το ολοκαύτωμα και το συλλογικό τραύμα
Οι κάτοικοι του Πιτσά συμμετείχαν σε όλους τους εθνικούς αγώνες, στους οποίους μάλιστα θρηνήσαμε πολλά θύματα από τον τόπο. Μεταφερόμαστε αρκετά χρόνια πίσω και η γραφίδα του χρόνου παγώνει στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, στις 21 Μαΐου 1944. Ήταν λίγο μετά το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων όταν οι Γερμανοί κατακτητές έσπασαν τις πόρτες των σπιτιών στον οικισμό των Άνω Πιτσών, βγάζοντας έξω άρον – άρον τους κατοίκους από τα σπίτια τους. Είχαν πληροφορίες ότι το χωριό έδινε τρόφιμα στους αντάρτες κι έτσι, αποφάσισαν να το καταστρέψουν.
Οι ναζιστές σκότωσαν πολλούς. Παιδιά από 15 χρόνων και άνω πιάστηκαν από τους ίδιους και οδηγήθηκαν στο Ξυλόκαστρο, όπου και φυλακίστηκαν, ενώ άλλοι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Τα σπίτια λούστηκαν με ένα εύφλεκτο υγρό και τυλίχθηκαν στις φλόγες. Στο πέρασμά τους οι κατακτητές δεν άφησαν ούτε τα ζώα, που επίσης σφαγιάστηκαν ή κάηκαν εκείνη τη μέρα.
Τη «μαύρη μέρα», όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, ήρθε λίγο μετά να συμπληρώσει και η καταστροφή που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος. Πενήντα άτομα θρήνησε συνολικά το χωριό κατά την κατοχική περίοδο. Το διαγενεακό τραύμα, που προκλήθηκε από τις αγριότητες της περιόδου αυτής συνόδευσε για πολλά χρόνια τον τόπο.
Οι κάτοικοι και το θρησκευτικό στοιχείο
Αυτό που γνωρίζουμε με σιγουριά είναι ότι ανέκαθεν οι Πιτσαδαίοι είχαν μια βαθιά πίστη στον Χριστιανισμό. Ο Άγιος Ανδρέας στο κέντρο του χωριού αλλά και η Μεταμόρφωση του Σωτήρος στα όρια με το Λουτρό είναι οι κύριες εκκλησίες του Κάτω Πιτσά. Στην πορεία των χρόνων, αν και άλλαξαν ορισμένους τόπους κατοικίας – πάντα σε απόσταση αναπνοής από το σημερινό Πιτσά – άφηναν πίσω ναούς που σήμερα σώζονται και λειτουργούν.
Στο Άνω Πιτσά βρίσκουμε τους παρακάτω ναούς:
- Προφήτης Ηλίας: Χτίστηκε το 1877 και δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από τους κατοίκους, αν και βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο του Πιτσά (1.100 μέτρα υψόμετρο). Κάθε χρόνο γίνεται λειτουργία στο εκκλησάκι ανήμερα της γιορτής του «Άη Λια», όπως τον λέμε στην περιοχή.
- Άγιος Βασίλειος: Πρόκειται για ένα ζωντανό μνημείο, καθώς αποτελεί κτίσμα του 1847, με ιδρυτή τον Βασίλη Ζωγράφο, ο οποίος έζησε 120 χρόνια. Το συγκεκριμένο εκκλησάκι διαθέτει και γυναικωνίτη. Το εκκλησάκι γιορτάζεται ανήμερα της πρωτοχρονιάς αλλά και τη δεύτερη μέρα του Πάσχα.
- Παναγία Θεοτόκος: Ο καθεδρικός ναός του Πιτσά δημιουργήθηκε το 1905 και είναι εκκλησία που στα θεμέλιά της υπήρχε άλλος ναός παλαιότερα. Μάλιστα, λειτουργούσε και ως κοιμητήριο, καθώς όσοι κάτοικοι πέθαιναν στο ορεινό μέρος του Πιτσά θάβονταν εδώ. Λειτουργεί τον δεκαπενταύγουστο.
- Αγία Κυριακή: Πρόκειται για παλιά εκκλησία του χωριού, η οποία αναστηλώθηκε πρόσφατα και γιορτάζεται στις 7 Ιουλίου.
Το Πιτσά σήμερα – Γύρνα το σε μία μέρα
Ξεκινάμε από τα γνωστά, που είναι ο συνδυασμός τους σε βουνό και θάλασσα. Το χωριό λούζεται από νερό και αποτελεί ιδανικό προορισμό για μπάνιο, θαλάσσια αθλήματα, περαντζάδα και picnic στην παραλία. Παράλληλα, το ορεινό του μέρος προτείνεται ως ένας προορισμός για περπάτημα στη φύση και θρησκευτική περιήγηση στα εκκλησάκια του.
Ακολουθούν προτάσεις για να βγάλεις τις καλύτερες φωτογραφίες αλλά και για να περάσεις δημιουργικά τον χρόνο σου:
- Παλιός σιδηροδρομικός σταθμός: Πρόκειται για ένα υπέροχο, καλοδιατηρημένο πέτρινο κτήριο, που συναντά κανείς στο χωριό και θυμίζει άλλες εποχές, όταν το χωριό διέθετε μεγάλη επιβατική κίνηση. Μια βόλτα με τα πόδια ή το ποδήλατο, αποζημιώνει!
- «Καταφύδια» ή καταφύγια: Καθώς ανεβαίνεις στην ορεινή συνοικία (Άνω Πιτσά), θα δεις δύο τρύπες στο βουνό. Δεν είναι προσβάσιμες σήμερα, αλλά λειτουργούσαν ως καταφύγιο κατά την Τουρκοκρατία και την Κατοχή. Λέγεται μάλιστα, ότι στις σκοτεινές εκείνες εποχές έσωσαν πολύ κόσμο.
- Ζωντανά μνημεία: Στο Άνω Πιτσά θα βρεις ερείπια σπιτιών που χρονολογούνται μέχρι και 200 χρόνια. Πρόκειται για τα ερείπια του οικισμού που κάηκε από τους Γερμανούς και έκτοτε, εγκαταλείφθηκε οριστικά.
*** Γράφει η Ιωάννα Δούρη, Comms & Marketing Manager