Αφιέρωμα στον καλλιτέχνη και συντοπίτη μας, τον κ. Ανδρέα Γκολφινόπουλο
Συνέντευξη με τον Ανδρέα Γκολφινόπουλο, γλύπτη και ζωγράφο, συνταξιούχο καθηγητή του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου - Α.Τ.Ο. του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη και του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (τέως Τ.Ε.Ι. Αθήνας). Σήμερα, είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Διακοσμητικής του ΠΑ.Δ.Α. Ο κ. Α. Γκολφινόπουλος έχει δημιουργήσει, μεταξύ άλλων, το «Άσπρο Κυπαρίσι», που κοσμεί την πλατεία στα Σαρανταπηχιώτικα Κορινθίας (1994) και το «Μνημείο Αιώνιας Θυσίας και Αγάπης για τον Άνθρωπο», που βρίσκεται στα Ροζενά Κορινθίας (1998).
Ερωτήσεις & Συγγραφή - Επιμέλεια Περιεχομένου: Ιωάννα Δούρη, Συνεντεύκτρια: Ines Kaffee
Είχα ακούσει πολλά. Όλοι αναφέρονταν σε εκείνον ως «ο κύριος Αντρέας από τη Λυκοποριά» και δίπλα στο όνομα και την καταγωγή κολλούσαν πάντα έναν τίτλο, μια ιδιότητα. Τον αποκαλούν ζωγράφο, καλλιτέχνη, γλύπτη. Επιλέγοντας ένα από αυτά ή βάζοντάς τα όλα μαζί, σε μια σειρά, μιας και λίγοι είναι όσοι πραγματικά γνωρίζουν το έργο του. Τον λένε, όμως, σπουδαίο. Ακόμη κι αν κανείς δεν ήξερε να μου πει ακριβώς για τη δουλειά του. Κι έτσι, αποφάσισα να δω στ’ αλήθεια ποιος είναι ο κ. Ανδρέας Γκολφινόπουλος. Πίσω από τα καλλιτεχνικά ρεύματα, τις συμμετρίες και τις δημιουργίες του. Ήθελα να ξέρω πώς ένας άνθρωπος που σήμερα διανύει την 8η δεκαετία της ζωής του ξεκίνησε από το χωριό, με σκοπό να κατακτήσει τον κόσμο της τέχνης. Ήθελα να μου πει τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά τα σπουδαία που του «καταλογίζουν». Γι’ αυτό, μόλις η Ines Kaffee, καθηγήτρια Γερμανικών, ανέφερε ότι μπορεί να τον συναντήσει και να τον ρωτήσει όσα ήθελα να μάθω, δεν χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Η επίσκεψή μου στα Σαρανταπηχιώτικα, όπου βρίσκεται το Λευκό Κυπαρίσσι και η έρευνα στο διαδίκτυο σχετικά με τον καλλιτέχνη συντοπίτη μας, έδωσε χώρο σε μια σειρά από ερωτήσεις που ανατέθηκαν στην Ines.
Ένα βράδυ, λοιπόν, η ίδια κάλεσε το ζεύγος Γκολφινόπουλου στο σπίτι της. Εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου ο καλλιτέχνης από τον τόπο μας ήταν απλώς ο Αντρέας, ο φιλοξενούμενος, με τη γλυκύτατη σύζυγό του, Μαρία, σε ένα φιλικό τραπέζι. Κάθισαν στην κουζίνα, η οποία ανέδιδε τη ζέστη του καμένου ξύλου, σε ένα σκηνικό vintage, που θύμιζε άλλες εποχές. Εκεί, το παρόν μπλέχτηκε με το παρελθόν, τα χρόνια έγιναν σκαλοπάτια, τα οποία η σκέψη ανέβαινε και κατέβαινε με περίσσια ευκολία κι έτσι, οι ερωτήσεις πυροδότησαν το ημερολόγιο μιας ολόκληρης ζωής. Αυτής που σε καθιστά μαθητή, παππού, καλλιτέχνη, σύντροφο, καθηγητή και κάνει τη φωνή σου να λυγίζει σε σημεία από συγκίνηση ή το γέλιο σου να ανθίζει. Ο κ. Α. Γκολφινόπουλος απάντησε σε όλες μας τις ερωτήσεις μας πολύ πρόθυμα, σε ένα εξαιρετικά φιλικό κλίμα και με την ίδια αρχοντιά που τον φανταζόμουν να έχει καθώς εξιστορούσε όλα όσα ακολουθούν από την πολυθρόνα του εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ.
«Εσύ μια μέρα θα πας στην Καλών Τεχνών» - Ένα ταλέντο ανθίζει
Ήταν μόλις στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, όταν στα μαθήματα ξυλογλυπτικής και κατασκευών με «σέγιες», όπως έλεγαν τα κόντρα πλακέ, ξεχώρισε αμέσως με την ευκολία του στον σχεδιασμό και την κατασκευή. Ανάμεσα στους μαθητές που δημιουργούσαν καναπεδάκια, καρεκλίτσες κτλ, ο μικρός Ανδρέας φαινόταν να έχει μια ξεχωριστή ευχέρεια. Κάποια μέρα, λοιπόν, ενώ ο δάσκαλος τον είχε ήδη χρίσει υπεύθυνο της τάξης στο μάθημα των Καλλιτεχνικών, ζητώντας του ο ίδιος να σχεδιάζει και οι συμμαθητές του να εκτελούν, ο Ηλίας Αδάμ, ο τότε διδάσκων στο σχολείο της Λυκοποριάς, τον πλησιάζει. «Εσύ κάποια μέρα μπορεί να πας στην Καλών Τεχνών», είπε.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Ανδρέας έχει φθάσει πλέον στην εφηβεία, 14 – 15 χρόνων παλικάρι. Τότε, λοιπόν, μια θεία του, τον πλησιάζει και του αναφέρει τη σχολή ABC, μια σχολή δι’ αλληλογραφίας. Ο Ανδρέας ενθουσιάζεται και χωρίς να χάσει περισσότερο χρόνο, εγγράφεται. «Γράφτηκα εκεί και ξεκίνησα. Πέρασαν κάνα δυο χρόνια, αλλά έβλεπα ότι ήταν περιορισμένη η εξέλιξη και ξαναγύρισε στο μυαλό μου αυτό που μου είχε πει ο δάσκαλος για την Καλών Τεχνών».
Όντας πλέον κοντά στα 18, αποφασίζει ότι η καλλιτεχνική εξέλιξη μέσω των σπουδών είναι μονόδρομος. Έτσι, λοιπόν, προβαίνει στο αδιανόητο: να ανακοινώσει στους γονείς ότι θα πάει στην Αθήνα, για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι γονείς αρνητικοί. Από τη μία ο πατέρας έβλεπε στα μάτια του Ανδρέα τον συνεχιστή της αγροτικής περιουσίας, ενώ η μητέρα του ανησυχούσε που θα πήγαινε μακριά, λόγω ενός προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε τότε. Ωστόσο, ο Ανδρέας πήρε το «ρίσκο», όπως λέει και φεύγει για την Αθήνα, όπου τον υποδέχεται η αδερφή του, φοιτήτρια οδοντιατρικής.
Η Καλών Τεχνών και η υποτροφία για σπουδές στην Αγγλία
Μην έχοντας την παραμικρή ιδέα για τις εξετάσεις, ο Ανδρέας πηγαίνει στη Σχολή. «Πήγα την πρώτη χρονιά να δώσω εξετάσεις στην Καλών Τεχνών, μη γνωρίζοντας τίποτα. Για να καταλάβετε, πήγα με το τελάρο να δώσω και το είχα πιάσει το χαρτί γύρω – γύρω με πινέζες, που αυτό απαγορευόταν. Πού να ξέρω; Κι όταν με είδανε στη Σχολή, μου λέει εκεί ένας επιστάτης “πού πας εσύ με αυτό; Πρέπει να το κολλήσεις… με αλευρόκολλα κολλάμε το χαρτί στο τελάρο για το σχέδιο”». Όπως αναμενόταν, η πρώτη προσπάθεια στέφεται ανεπιτυχής.
Έχοντας αποκτήσει μια πρώτη εμπειρία εξετάσεων, ξεκινά φροντιστήριο, στον Σαραφιανό, όπως μας λέει. Επρόκειτο για ένα φροντιστήριο με επιτυχίες, το οποίο άφηνε την ελευθερία στους μαθητές να δουλέψουν με τον δικό τους τρόπο την τέχνη τους. «Ο Σαραφιανός ήθελε να έχουμε διαφορετική αίσθηση ο καθένας και να βγάλει το δικό του εαυτό, όχι να βγάλουμε δηλαδή από ένα φροντιστήριο μαθητές γραμματόσημο».
Η δική του ματιά επιστρέφει, λοιπόν, στην ευθεία, τον χάρακα και τη βελόνα από την ακτίνα του ποδηλάτου. Ένα σχέδιο που «ήρθε και θέριεψε», όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά. Οι εξετάσεις έρχονται κι ο Ανδρέας, έπειτα από πολύ κόπο, δύσκολες συνθήκες διαβίωσης περνά πρώτος στη Σχολή Καλών Τεχνών. Φοιτά εκεί, δίπλα σε εξαιρετικούς καθηγητές, μεταξύ άλλων και τον Μόραλη. «Στη διδασκαλία ήταν ελεύθερος, δεχόταν και τα πιο τρελά που θα μπορούσε ένα παιδί να κάνει και μερικές φορές κι εγώ δοκίμαζα και το πινέλο, με ελευθερία, χωρίς να σκέπτομαι, σα να βάφω τοίχο».
Λίγα χρόνια αργότερα και μη μπορώντας να αποβάλει από μέσα του την αρχιτεκτονική δομή, όπως παραδέχεται, λαμβάνει μια υποτροφία γλυπτικής κεραμικής. Έτσι, πηγαίνει στο Middlesex University της Αγγλίας. «Κι εκεί είχα την ευχέρεια να δουλέψω με όλα τα υλικά που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Όταν λέμε με όλα – ποιο υλικό υπάρχει στο εμπόριο και δεν το είχε το πανεπιστήμιο;-. Ήτανε ο παράδεισος», από τον οποίο «παράδεισο» επιστρέφει στην Ελλάδα το 1973.
Η εργασία στο Αρχαιολογικό Μουσείο, η γνωριμία με τη σύζυγό του και η διδασκαλία στα ΤΕΙ
Για δύο χρόνια, από το 1973 έως το 1975, ο κ. Α. Γκολφινόπουλος εργάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, στα αντίγραφα εκμαγεία τον πρώτο χρόνο και στα βυζαντινά τον δεύτερο. Εκεί γνωρίζει και τη σύζυγό του, Μαρία. «Δουλεύαμε έτσι ακριβώς, όπως καθόμαστε. Ο ένας μπροστά στον άλλο», συμφωνούν κι οι δύο, αφήνοντας ένα γλυκό γέλιο να ακουστεί.
Όμως, ο ίδιος δεν αντέχει τη ζωή του ως υπάλληλος, γιατί δεν έχει καθόλου χρόνο να εξασκήσει την τέχνη του, να δημιουργήσει. Κάπως έτσι, έχοντας ως συμπαραστάτη και υποστηρικτή του τη Μαρία, με την οποία είχε ήδη ξεκινήσει να συμπορεύεται στη ζωή, παίρνει τη μεγάλη απόφαση και το 1975 παραιτείται από το Μουσείο. «Μα φεύγεις από το Δημόσιο; Είσαι τρελός;», έλεγαν όλοι. Όμως, εκείνος ήξερε ότι δεν άντεχε άλλο.
Την ίδια χρονιά, γίνεται μια έκθεση στην Καλών Τεχνών, με έργα του Δημήτρη Μυταρά. Οι δυο τους συναντιούνται και αρχίζουν να συζητούν. Τότε, ο Μυταράς τον ενημερώνει για μια θέση για καθηγητή σχεδίου και χρώματος που έχει ανοίξει στη Σχολή Δοξιάδη, την πιο φημισμένη και καλή σχολή της εποχής, όπως μας εξηγεί. «Ξεκίνησα να διδάσκω ελεύθερο σχέδιο τη μία μέρα και χρώμα την άλλη. Αυτό διήρκησε για 2 χρόνια. Ήμουν πανευτυχής. Όμως, στα δύο χρόνια έκλεισαν δια νόμου όλες αυτές οι σχολές. Μαζί με τη σχολή Δοξιάδη, ήταν η Σχολή Βακαλό, ήταν το ΚΤΕ, μια σχολή του Παπαδάκη κι άλλες πολλές κι έγιναν τα τότε ΤΕΕ, τα μετέπειτα ΤΕΙ. Κι ένα γκρουπ από τους καθηγητές Δοξιάδη πήγαμε τον πρώτο καιρό ωρομίσθιοι και δουλέψαμε, διότι δημιουργήθηκε μια σχολή εκεί όπου μπορούσαμε να διδάξουμε αυτά που ξέραμε. Έτσι ξεκινήσαμε». Η διδακτική σταδιοδρομία του συμπολίτη μας διήρκησε μέχρι το 2010, όταν τελικά συνταξιοδοτήθηκε.
Το «Άσπρο Κυπαρίσσι» των Σαραπηχιωτίκων - Μια ιδέα γεννιέται…
Ένα βράδυ του 1995, ο κ. Α. Γκολφινόπουλος «τα έπινε» με τον κ. Χρήστο Λύρα, τότε πρόεδρο του χωριού. «Εδώ, στο κέντρο αυτής της μεγάλης περιοχής, σκέφτομαι ως κοινότητα να κάνουμε ένα σιντριβάνι. Θα μπορούσες να σκεφτείς κάτι που θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο από ένα σιντριβάνι;», είπε ο δεύτερος.
Τότε, σιγά - σιγά γεννιέται η ιδέα για το κυπαρίσσι. «Ότι θα γινόταν άσπρο δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει. Στην πορεία, βρήκαμε τον τρόπο να είναι στο κέντρο του σιντριβανιού το κυπαρίσσι και το σιντριβάνι να λειτουργεί παράλληλα. Έκανα, λοιπόν, διάφορα σκίτσα, τα συζητήσαμε εκεί με τον Λύρα και καταλήξαμε. Μετά, ζήτησα από τον Δημήτρη τον Δούσκα (σ.σ. πρώην Δήμαρχος της τέως δημοτικής ενότητας Ευρωστίνης), το γραφείο του, το σχεδιαστήριό του, για να ξεκινήσω να το σχεδιάζω».
Το κυπαρίσσι είναι ίσως το μοναδικό λυγερό φυτό στην Ελλάδα που βλέπεις να αναπτύσσεται και να αξιοποιείται ευρέως, λέει και συνεχίζει «το έβλεπα σαν μια φιγούρα ανθρώπινη ενός ανθρώπου που έχει πεθάνει, σαν ένα άγαλμα ενός μεγάλου. Το έβλεπα σαν μνημείο για κάποιον που πρόκειται να πεθάνει, αλλά εμείς θέλουμε να τον προστατεύσουμε πριν συμβεί αυτό. Γι’ αυτό και η λεζάντα λέει μνημείο ζωής και φύσης. Αλληλένδετα. Κι επειδή το λευκό το βλέπουμε παντού σε όλα τα μνημεία - ελάχιστα είναι με χαλκό, μπρούντζο κτλ - αλλά κυρίως βλέποντας τα νεκροταφεία όπου είναι παντού το λευκό, δεν θα μπορούσα να μην το βάλω».
Σήμερα, το Άσπρο Κυπαρίσσι στέκει το ίδιο επιβλητικό στην κεντρική πλατεία των Σαρανταπηχιωτίκων, χωρίς όμως να λειτουργεί το σιντριβάνι, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί με παράπονο.
«H καταγωγή είναι το μοναδικό που δεν φεύγει από κάθε άνθρωπο»
Όντας ακόμα παιδί, πριν μπει στην Καλών Τεχνών και προτού ακόμη βρει ακριβώς την υπογραφή του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ζωγράφισε ένα βουνό που φαίνεται από το μέρος, όπου βρίσκεται σήμερα το σπίτι του. Έκανε επίσης, μια στάνη με κατσίκια, κάτω από την οποία ρέει ένα ποτάμι, απεικονίζοντας το Σομποτό, μια περιοχή των Ροζενών. Πρόκειται για δύο έργα που τιμά, έχοντάς τα σε κοινή θέα στην κατοικία του.
«Όταν έρχομαι από Αθήνα και βλέπω τα βουνά της Λυκοποριάς τα άσπρα, λέω ότι είναι τελείως βυζαντινά. Λέω αυτό είναι ξεχωριστό τοπίο. Στην εθνική οδό αν κοιτάξεις δυτικά στο άσπρο βουνό όπου ξεκινά η Λυκοποριά, είναι ένα πράγμα βυζαντινής αγιογραφίας. Ευθείες λες κι έχουν γίνει με τον χάρακα. Γιατί ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης είναι η φύση», καταλήγει.
Σε μια από τις ερωτήσεις μας αναφερόμαστε στην καταγωγή και την ατομική μνήμη του καλλιτέχνη, ρωτώντας αν και πώς αυτά κινητοποιούν με έναν τρόπο τον δημιουργό. Ο ίδιος μας εξηγεί ότι «η καταγωγή είναι το μοναδικό που δεν φεύγει από κάθε άνθρωπο. Αυτή έχουμε μέχρι να πεθάνουμε. Πού γεννηθήκαμε κι από πού είμαστε. Αυτό, λοιπόν, στον καλλιτέχνη ριζώνει και δεν βγαίνει με τίποτα».
Ο κ. Ανδρέας Γκολφινόπουλος είναι ένα ζωντανό μνημείο, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, εξαιρετικός γλύπτης, ζωγράφος και συνταξιούχος καθηγητής. «Ο πατέρας μου έλεγε “είναι καθηγητής”. Μα του έλεγα, βρε πατέρα, για να γίνω καθηγητής, έγινα πρώτα ζωγράφος και με την αξία μου στη ζωγραφική, με διόρισαν καθηγητή (…) Το είπα μία, το είπα δύο, τίποτα. Συνέχιζε αυτό. Του άρεσε να λέει ότι ο γιος μου είναι καθηγητής».
Για εμάς είναι ο «ζωγράφος» Ανδρέας που ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό, τη Λυκοποριά, και διέπρεψε. Ο δικός μας Ανδρέας, που καταφέραμε έστω και λίγο να γνωρίσουμε.
Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο και τις απαντήσεις που μας παραχώρησε.
Αντί επιλόγου - Η «Διαδρομή», «ΤΟ ΦΟΝΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ» και η παλλινόστηση της δημιουργίας
Από τις 13 Μαΐου μέχρι και τις 14 Ιουνίου 2024, στο Νοσηλευτικό Κέντρο «Ερρίκος Ντυνάν» πραγματοποιήθηκε έκθεση με έργα του καλλιτέχνη, υπό την επιμέλεια του Δρος Μεγακλή Ρογκάκου. Στο πλαίσιο της έκθεσης, κυκλοφόρησε κι ένα λεύκωμα με δημιουργίες του και τίτλο «Διαδρομή». Η «Διαδρομή» περιέχει έργα παλαιότερα αλλά και πιο σύγχρονα (2008 – 2024).
Απ’ όλα αυτά, θα σταθούμε στο τελευταίο έργο του κ. Α. Γκολφινόπουλου, με τίτλο «ΤΟ ΦΟΝΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ». Πρόκειται για ακρυλικό και κολάζ από ιατρικές εξετάσεις, «τέσσερις σε αριθμό», όπως μας εξηγεί ο δημιουργός, σε κόντρα πλακέ. Το μήνυμα του έργου είναι αμφιλεγόμενο, διττό.
I. Kaffee: Βλέπεις ή χαιρετάς;
Α. Γκολφινόπουλος: Έλα ντε (γέλιο). Και το ένα και το άλλο ήθελα.
Έπειτα από πενήντα χρόνια διαδρομής, ο δημιουργός επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Στον χάρακα, το ψαλίδι, το κοπίδι. Το τελευταίο έργο «ΤΟ ΦΟΝΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ» κοσμεί την προσωπική συλλογή του κ. Α. Γκολφινόπουλου.
Μάθετε περισσότερα για τις δημιουργίες του μέσα από την προσωπική του ιστοσελίδα (ακολουθήστε τον σύνδεσμο).