Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: 4 αφηγητές της περιοχής μας θυμούνται…
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
4 αφηγητές της περιοχής μας θυμούνται…
*Γράφει η Ιωάννα Δούρη
Αφηγήσου τη δική σου ιστορία για όποιο μέρος της περιοχής μας θέλεις και δες τo κείμενο και το όνομά σου, δημοσιευμένα στο #blog_of_the_town! Στείλε στο
Στο πλαίσιο της έρευνας που πραγματοποιείται τους τελευταίους μήνες στον Δήμο μας και αποβλέπει στην τουριστική προβολή της περιοχής, συντίθεται, μεταξύ άλλων, ένας μεγάλος ιστορικός χάρτης που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και καταλήγει στο σήμερα.
Οι αφηγητές μας στέκονται σε σημαντικά γεγονότα του χθες, τα συμπλέκουν με μνημεία, γωνιές της περιοχής, με ιστορίες ή άλλους λαϊκούς θρύλους, φέρνοντάς τα όλα μαζί στη συζήτηση. Κάπως έτσι γίνονται οι καταγραφές μας. Δική μας δουλειά ως ερευνητές είναι να κατηγοριοποιούμε τα γεγονότα, τις λαϊκές ρήσεις και την παράδοση κι από όλα αυτά μαζί, να εξάγουμε χρήσιμα δεδομένα.
Ο ένας άκουσε, ο άλλος έζησε, ένας τρίτος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Εμείς, ως υποδοχείς των αφηγήσεων, άλλοτε παραθέτουμε τα γεγονότα όπως μας τα περιέγραψαν κι άλλοτε, θέλοντας να απαλύνουμε τις πληγές του συλλογικού τραύματος, επιλέγουμε να κλείσουμε το μαγνητόφωνο από σεβασμό σε όσα μας εκμυστηρεύονται και να αφήσουμε ορισμένες πληροφορίες στη λήθη. Η ιστορία μας αποτελεί και μια πυξίδα, η οποία δείχνει την πορεία μας στον χρόνο. Μας μαθαίνει για τη διαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού μας τοπίου.
Γιατί το τάδε χωριό χαρακτηρίζεται ως «αριστερό» ή «δεξιό»; Πώς τα γεγονότα επηρέασαν κάποιες οικογένειες, οι οποίες έφυγαν από ένα μέρος; Τι συνέβη όταν ο πόλεμος τελείωσε και πώς η ταραγμένη πολιτική περίοδος που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο έμεινε στο χθες και οι άνθρωποι στα μικρά μέρη, κατάφεραν να ισορροπήσουν και να αφήσουν πίσω τους παλιές έχθρες; Δεν θα αναφερθούμε σε όλα αυτά, παρά θα εστιάσουμε σε γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή μας κατά την περίοδο της Κατοχής.
Ακολουθούν προφορικές αφηγήσεις, όπως μας τις μετέφεραν οι άνθρωποι που με χαρά μάς παραχώρησαν τις συνεντεύξεις. Ένας από αυτούς έχει φύγει από τη ζωή.
Συνέντευξη στις Βρυσούλες Κορινθίας – Εξιστόρηση γεγονότος από τον κ. Γιώργο Βαλιμήτη, πρόεδρο του χωριού
«Η γιαγιά μου, μου εξιστόρησε ότι κάποια στιγμή, το χωριό ενημερώθηκε πως έρχονταν οι Γερμανοί. Έφυγε ο παππούς μου και όλοι οι άντρες του χωριού, μαζί με πολλές γυναίκες. Η γιαγιά μου έμεινε με τα παιδιά – πού να πάει με τόσα παιδιά; - και της άφησε και η αδερφή του παππού μου άλλα δύο – τρία δικά της, για να φύγει κι εκείνη. Ενώ είναι στο σπίτι, μπαίνει ο Γερμανός μέσα, μαζί με έναν άλλον, ο οποίος κρυβόταν (σ.σ. κουκουλοφόρος).
Ο δεύτερος προσποιείτο ότι προσπαθούσε να μιλήσει σπαστά ελληνικά, αλλά φαινόταν ότι ήταν Έλληνας από την προφορά. Ο Γερμανός, ο αξιωματικός, που φάνηκε ότι ήταν αξιόλογος άνθρωπος, μόλις ο άλλος βγήκε έξω, μην μπορώντας να συνεννοηθεί με τη γιαγιά μου, έβγαλε μια φωτογραφία από το πορτοφόλι και της έδειξε τα παιδιά του, για να της πει ότι είχε κι αυτός παιδιά στη Γερμανία».
Συνέντευξη στη Ρίζα Κορινθίας – Συζήτηση με τον κ. Παναγιώτη Κουρούμαλη
«Ο Θανάσης Κλιτσινιώτης που ήταν ο διερμηνέας των Γερμανών, με το παρατσούκλι “Κωνσταντάρας”, ήταν δάσκαλος που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και ήξερε Γερμανικά. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, είχε δικαστεί, έχει χλευαστεί κι έχει καταγραφεί στην ιστορία ως καταδότης, μιας και ήταν διερμηνέας των Γερμανών.
Εγώ τον γνώρισα φατσικά, όχι ως άνθρωπο, όμως έχω από τον παππού μου (…) που μου είπε ότι ήταν ο καλύτερος άνθρωπος και δεν πήγε στους Γερμανούς, για να κάνει κακό. Και δεν έκανε κακό. Πρώτα - πρώτα, ο παππούς μου... Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο σπίτι, ήταν στο κρεβάτι γιατί είχε κάνει εγχείρηση, και του λέει “Παναγή, μην κουνιέσαι, δεν θα σε πειράξει κανείς”. Πάει, λοιπόν, στον Γερμανό και του λέει “αυτός είναι άρρωστος”. Κι έτσι, δεν τον πείραξαν.
Αλλά και πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους δεν τους πείραξε. Πλήρωσε ότι ήταν διερμηνέας των Γερμανών».
Παναγιώτης Δούρης του Ηλία (1921 – 2012) – Η μαρτυρία καταγράφηκε το 2008, στο πλαίσιο Ακαδημαϊκής εργασίας του εγγονού του, κ. Παναγιώτη Δούρη
«Υπήρξαν στο χωριό λίγα ραδιόφωνα με μπαταρίες που είχαν φέρει μετανάστες από την Αμερική κι έτσι μάθαμε για την κήρυξη του πολέμου. Οι καμπάνες χτυπούσαν συνέχεια και το ραδιόφωνο έλεγε “καλούνται υπό τα όπλα οι κλάσεις από το 1930 έως 1939”.
Τα γεγονότα του μετώπου τα μαθαίναμε από το ραδιόφωνο. Πολλές φορές ήμαστε στους αγρούς για δουλειές και ακούγαμε τις καμπάνες που χτυπούσαν σε γρήγορο ρυθμό και καταλαβαίναμε ότι ο στρατός πετύχαινε κι άλλη νίκη. Επίσης, από την αλληλογραφία των στρατιωτών μαθαίναμε λεπτομέρειες, ότι δηλαδή οι Ιταλοί πολεμούσαν φοβισμένα και με το παραμικρό, πετούσαν τα όπλα και τρέπονταν σε φυγή.
Γενικά όμως, στην αρχή ο πόλεμος βρήκε στρατό και λαό με κλονισμένο ηθικό. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού και ιδίως μετά την εαρινή επίθεση των Ιταλών και του στρατού, (σ.σ. το ηθικό των Ελλήνων) αναπτερώθηκε.
Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1941 πέρασε ένα ιταλικό αεροπλάνο παραλιακά του Κορινθιακού κόλπου και φωτογράφισε τη γέφυρα της Λυκοποριάς. Ανήμερα το Πάσχα, τη βομβάρδισαν ανεπιτυχώς, αλλά επειδή το χωριό ήταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων, τρέξαμε όλοι να κρυφτούμε. Μετά την πλήρη αποτυχία των Ιταλών, αναγκάστηκε η Γερμανία να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο “Μαρίτα” που προέβλεπε την κατάληψη των Βαλκανίων και συγχρόνως της Ελλάδας, όπως κι έγινε».
*** Ο συνεντευξιαζόμενος διέμενε στην Καλλιθέα Κορινθίας κατά την περίοδο της Κατοχής.Μάννα Κορινθίας – Το περιστατικό μάς το αφηγήθηκε ο κ. Γιώργος Μπρακούλιας (Στάικος)
«Στην κατοχή δεν υπήρχε στάρι και έβαζαν βελανίδια, βίκο, ρόδια, κουκιά, λαθούρια και τα άλεθαν, τα έκαναν αλεύρι. Το βελάνι (βελανίδι) ήταν “δηλητήριο”. Τρωγόταν δηλαδή, αλλά πίκριζε. Όμως, όταν πείναγε ο άλλος και δεν είχε τι να φάει…
Μια άλλη, έκοψε ψιλά - ψιλά τα τσούτσουδα (σ.σ. το εσωτερικό από τα αραποσίτια), τα άλεσε και έκανε αλεύρι που όμως ήταν ξηρό. Το έριξε στη φωτιά και κάηκε, έγινε στάχτη. Τέτοια πείνα υπήρχε. Έτρωγαν βρούβα χωρίς λάδι. Όταν με έπιανε γρίπη, ήθελα να φάω ραδίκια πικρά, ρέγγα, σαρδέλα, αλλά τα ραδίκια τα ήθελα πολύ πικρά. Χωρίς λάδι, χωρίς λεμόνι, χωρίς τίποτα. Μόνο με αλάτι. Έτσι είχα συνηθίσει.
Συνεντεύκτρια: Στην Κατοχή πόσο χρόνων ήσασταν;
Είμαι το 1939 γεννημένος. Τους Γερμανούς κι αυτούς τους θυμάμαι. Τους Ιταλούς λίγο. Δεν υπήρχαν μόνιμοι εδώ, αλλά περαστικοί περνούσαν.
Συνεντεύκτρια: Έκαναν πλιάτσικο;
Οι Γερμανοί δεν έκαναν τέτοια, οι Ιταλοί έπαιρναν κότες. Οι Γερμανοί ήταν περήφανοι.
Είχε γίνει και μια μάχη εδώ με τους Γερμανούς. (…) Οι αντάρτες είχαν πάει στο πάνω μέρος και σκότωσαν έναν Γερμανό. Οι Γερμανοί ήταν λίγοι, φοβήθηκαν κι έφυγαν, αλλά την άλλη μέρα ήρθαν για να τον πάρουν. Και βομβάρδιζαν από τα Τρίκαλα μέχρι κάτω. Το μεγαλύτερο μέρος του χωριού είχε πάει στο δάσος και ακούγαμε να πέφτουν οι οβίδες. Έπεφταν σε σημεία και άλλες έσκαγαν, άλλες όχι. Γυναίκες φώναζαν, παιδιά έκλαιγαν, σκυλιά να γαβγίζουν, γαϊδούρια να γκαρίζουν, γινόταν χαμός.
Ήρθαν εδώ οι Γερμανοί, λοιπόν, μετά, αλλά στο μεσοδιάστημα αυτό, ήρθαν το πρωί και τον πήραν κάτι γριές (σ.σ. τον Γερμανό που είχαν σκοτώσει οι αντάρτες), τον πήγαν στην εκκλησία, τον έβαλαν σε 2 τάβλες με λουλουδάκια γύρω – γύρω, του άναψαν κι ένα κερί.
Μπήκαν μέσα οι Γερμανοί, το είδαν αυτό και γύρισαν κι έφυγαν. Δεν πείραξαν το χωριό. Μιλάμε για το 1943 ή 1944, που ήμουν 5- 6 χρονών».